- φρυγανιστήρ
- φρῡγᾰν-ιστήρ, ῆρος, ὁ,A one who gathers firewood, Polyaen. 1.18:—fem. [suff] φρῡγᾰν-ίστρια, Ar. Fr.887.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρυγανιστήρ — ήρος, ό, θηλ. φρυγανίστρια, Α αυτός που μαζεύει φρύγανα ή ξερά καυσόξυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + κατάλ. ισ τήρ (< ρ. σε ίζω, βλ. λ. τήρ). Το ρ. φρυγανίζω είναι μτγν.] … Dictionary of Greek
φρυγανιστῆρος — φρυγανιστήρ one who gathers firewood masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγανίστρια — ἡ, Α βλ. φρυγανιστήρ … Dictionary of Greek